- φορτοεκφόρτωση
- η, Νη φόρτωση και η εκφόρτωση εμπορευμάτων, υλικών ή ζώων σε ένα ή από ένα μεταφορικό μέσο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φορτοεκφόρτωση — η η φόρτωση και η εκφόρτωση μεταφορικού μέσου (πλοίου, τρένου, αεροπλάνου, αυτοκινήτου κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νηοδόκη — και νηοδόχη, η μικρό τεχνητό λιμάνι στην είσοδο τού κύριου λιμένα, για προσωρινή παραμονή πλοίου και, μερικές φορές, για φορτοεκφόρτωσή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + δόκη / δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχη, λογχο δόκη] … Dictionary of Greek
παραβολή — Διδακτικό αλληγορικό είδος της λογοτεχνίας, που με βάση τα γενικότερα χαρακτηριστικά του συγγενεύει με το παραμύθι. Από την άποψη του περιεχομένου, η π. διακρίνεται από την έλξη της προς το βάθος της θρησκευτικής και ηθικής σοφίας. Σε παλαιότερες … Dictionary of Greek
πλεύρισμα — το [πλευρίζω] 1. ναυτ. η παραβολή, χειρισμός προσπέλασης ενός πλοίου κατά μήκος προκυμαίας ή και άλλου πλοίου για φορτοεκφόρτωση, ανεφοδιασμό ή διακίνηση επιβατών 2. το να πλευρίζει, να πλησιάζει κανείς κάποιον με ιδιοτέλεια … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
πόστα — η, Ν 1. το ταχυδρομείο 2. τρένο αργό, με πολλές στάσεις και παράδοση ταχυδρομικών δεμάτων σε πολλούς σταθμούς 3. ομάδα εργατών που αλλάζει βάρδια με άλλη ομάδα 4. το ποσόν που καταθέτει ο παίκτης σε κάθε παρτίδα χαρτιών 5. ναυτ. ο νομέας 6. φρ.… … Dictionary of Greek
φορτοθυρίδα — η, Ν θυρίδα σε πλευρά πλοίου για τη φορτοεκφόρτωση φορτίων, μπουκαπόρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόρτος + θυρίδα] … Dictionary of Greek
ανθρακεργάτης — ο εργάτης που εργάζεται στη φορτοεκφόρτωση κάρβουνου: Δούλευε ως ανθρακεργάτης στο λιμάνι του Πειραιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βίντσι — το (λ. αγγλ.), το βαρούλκο: Το βίντσι χρησιμοποιείται στη φορτοεκφόρτωση των πλοίων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φορτοεκφορτωτής — ο εργάτης που έχει ως έργο του τη φορτοεκφόρτωση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)